Ο ρόλος του
εκπαιδευτικού και η επικοινωνία στη
σχολική τάξη
Ο εκπαιδευτικός σε κάθε σχολική τάξη, ανεξάρτητα από
το γνωστικό του αντικείμενο, έχει πολύπλευρο και ουσιαστικό έργο, καλείται να προσεγγίσει συναισθηματικά τους μαθητές του
να επικοινωνήσει και να τους μεταδώσει
και γνώσεις και αξίες που θα συντελέσουν
στην ομαλή γνωστική, συναισθηματική και ψυχολογική τους ανάπτυξη. Ο
εκπαιδευτικός – θεολόγος λόγω του ιδιαίτερου
γνωστικού αντικείμενου του μαθήματος, χρειάζεται να προσπαθήσει από την αρχή
της παρουσίας του με στην τάξη να καλλιεργήσει στο μαθησιακό περιβάλλον θετικά
συναισθήματα και ουσιαστικές σχέσεις με τους μαθητές του. Σύμφωνα με τον Rogers ( 1961) « μάθηση στην
εκπαιδευτική διαδικασία μπορεί να επιτευχθεί, να έχει διάρκεια και να επεκταθεί
σε όλους τους τομείς της ζωής μόνο αν αποκτήσει προσωπικό νόημα για το μαθητή ».
Στο χώρο της εκπαίδευσης η θεωρία αυτή καλείται
μαθητοκεντρική διδασκαλία και
στηρίζεται στις παρακάτω βασικές αρχές:
- Οι μαθητές καλούνται να έρθουν σε επαφή με τα προβλήματα της ύπαρξης
τους, έτσι ώστε να είναι σε θέση να αντιληφθούν τις δυσκολίες και να τις
ξεπεράσουν.
- Η διαδικασία της μάθησης διευκολύνεται όταν ο εκπαιδευτικός
βρίσκεται σε εσωτερική συμφωνία με τον εαυτό του, έχοντας επίγνωση των
στάσεων του και αποδεχόμενος τα ειλικρινή του συναισθήματα.
- Όταν ο εκπαιδευτικός κατορθώσει να αποδεχθεί τους μαθητές του όπως είναι
και να κατανοήσει τα συναισθήματα τους, τότε η μάθηση που επιτυγχάνεται
είναι σημαντική.
- Ο εκπαιδευτικός καλείται να αντιληφθεί τον εαυτό του ως ανιχνευτή των
πηγών γνώσης μόνο εφόσον δεχθεί ότι υπάρχουν πολλές πηγές γνώσης, τεχνικών
και θεωρίας που αποτελούν τη βασική πρώτη ύλη της μάθησης. Έτσι μπορεί να
ελπίζει ότι οι πηγές αυτές μπορούν να γίνουν αντιληπτές από τους μαθητές
ως προσφορές για χρήση εφόσον τους είναι χρήσιμες, προσφέροντας ταυτόχρονα
και τον ίδιο του τον εαυτό.
- Για να πετύχει τη μάθηση, ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να στηριχθεί
στην τάση των μαθητών του για αυτοπραγμάτωση.
- Οι εκπαιδευτικοί καλούνται να
παρέχουν τις πηγές πληροφόρησης
στους μαθητές τους, έτσι ώστε οι μαθητές να γνωρίζουν αυτά που τους
χρειάζονται για να πετύχουν τους στόχους τους ( Rogers, 1961, σελ. 286 – 295).
Η
επίτευξη θετικής σχέσης και ουσιαστικής επικοινωνίας ανάμεσα σε εκπαιδευτικό –
μαθητές θεωρείται μέσο εκπλήρωσης
συγκεκριμένου στόχου. Η ανθρωπιστική παιδεία αποβλέπει να καταστήσει τους
μαθητές ικανούς να αναπτύξουν όλο το φάσμα των δυνατοτήτων τους και να γίνουν
ολοκληρωμένα άτομα. Για το λόγο αυτό και
ο εκπαιδευτικός καλείται να σταθεί δίπλα
σε κάθε παιδί ξεχωριστά και το βοηθήσει να αναπτύξει στο μέγιστο όλες τις
πτυχές της προσωπικότητας και των δυνατοτήτων του. Σύμφωνα με τον Maslow «
εκπαίδευση σημαίνει να μάθουμε να εξελισσόμαστε, να μαθαίνουμε προς ποια
κατεύθυνση, προς ποιο στόχο να κινηθούμε, να μάθουμε το καλό και το κακό, το
επιθυμητό και το ανεπιθύμητο, να μάθουμε τι να διαλέγουμε και τι όχι ».
Αν η εκπαίδευση δεν
μπορεί να συμβάλλει ώστε ο άνθρωπος να ανακαλύψει και να γίνει αυτός που
πραγματικά είναι, τότε είναι άχρηστη ( Maslow, 1971).
Ο χώρος της επικοινωνίας είναι η σχολική τάξη,
όπου μαθητές και εκπαιδευτικοί καθημερινά έρχονται σε επαφή, αλληλεπιδρούν κάτω από
συγκεκριμένες συνθήκες εκδηλώνοντας
στάσεις, συμπεριφορές επιθυμίες μέσα από
ανταλλαγή μηνυμάτων τόσο λεκτικών όσο και μη λεκτικών. Αυτού του είδους
η επικοινωνία ασκεί ουσιαστικό ρόλο στην παιδαγωγική σχέση, είναι επικοινωνία πρόσωπο με πρόσωπο και δίνει τη δυνατότητα στον εκπαιδευτικό να επιδράσει
στις αξίες και τις αντιλήψεις του εκπαιδευομένου ( Μπακιρτζής, 2002 ). Ανεξάρτητα
από το φύλο την ηλικία, το γνωστικό αντικείμενο, το πολιτισμικό επίπεδο και τις
διδακτικές μεθόδους, οι εκπαιδευτικοί προσπαθούν να εντάξουν τους μαθητές
αποτελεσματικά ως ενεργά μέλη της τάξης, του σχολείου, της κοινωνίας και να
εξελιχθούν ως άνθρωποι, με αξίες, με
ικανότητες και δυνατότητες, με αυτοεκτίμηση και εμπιστοσύνη στον εαυτό τους ( Hunter, 1985 ∙ Ryan, Jackson
& Levinson, 1986 ∙ Wood, 1987 ). Αν ανατρέξουμε σε
παλαιότερες και νεότερες έρευνες μπορούμε να αντιληφθούμε ότι η μάθηση έχει καλύτερα
αποτελέσματα όταν συντελείται σε περιβάλλον που έχουν εδραιωθεί καλές
διαπροσωπικές σχέσεις και αλληλεπιδράσεις (Γκότοβος, 1997 ∙ Κλεφτάρας, 1997 ∙ Κοσμόπουλος,
1990 ∙ Μαλικιώση- Λοΐζου, 1998, 2001 ∙ Μalikiosi –Loizos, 2000).
Οι εκπαιδευτικοί – θεολόγοι καλούνται να
οργανώσουν το μάθημα τους με τέτοιο τρόπο ώστε
να εγκαταστήσουν αποτελεσματική επικοινωνία και καλές διαπροσωπικές σχέσεις,
παράλληλα με τον εμπλουτισμό της διδασκαλίας
τους γύρω από τις θεμελιώδεις θρησκευτικές και θεολογικές έννοιες και σεβόμενοι
τις καθημερινές προσωπικές εμπειρίες, την εθνική και θρησκευτική ταυτότητα και το αναπτυξιακό επίπεδο των μαθητών τους (
Βασιλόπουλος,1993 ∙ Γιαγκάζογλου, 2009). Η ένταξη στη διδασκαλία του μαθήματος
των θρησκευτικών, θεμάτων μέσα από την καθημερινή ζωή (ανθρώπινες σχέσεις,
κοινωνικά προβλήματα και ηθικά διλλήματα),
θεμάτων που βρίσκονται κοντά στα ενδιαφέροντα ( π.χ αιρέσεις, στερεότυπα,
διακρίσεις, ρατσισμός ), στις ανάγκες και στις προσωπικές αναζητήσεις των
μαθητών ( υπαρξιακά ερωτήματα, αναζήτηση αλήθειας, σχέση πίστης – επιστήμης),
είναι δυνατόν να συμβάλλουν θετικά στο διδακτικό έργο. Η θρησκευτική αυτή αγωγή
ονομάστηκε « life – centred » ή « thematic teaching »
επειδή τα θέματα ζωής
κατέλαβαν σημαντική θέση στη μαθησιακή διαδικασία και εμφανίστηκε πρώτη φορά το 1965 από τα αναλυτικά
προγράμματα της Αγγλίας ( Hull, 1975). Αυτή η αγωγή μπορεί
να βοηθήσει εκπαιδευτικό να πλησιάσει τους μαθητές του άσχετα από την κοινωνική
τους προέλευση και τις προσωπικές τους πεποιθήσεις, μέσω του διαλόγου και της ελεύθερης
ανταλλαγής απόψεων να επιδράσει στο
συναισθηματικό τους κόσμο και να εδραιώσει
ουσιαστική επικοινωνία. (Schuitema et. al, 2008).
Ιδιαίτερη αξία και σημασία για την
επικοινωνία εκπαιδευτικών – μαθητών έχει
η εγκατάσταση γνήσιας σχέσης, που
βασίζεται στην ικανότητα των εκπαιδευτικών να διαμορφώνουν έτσι το περιβάλλον
της τάξης ώστε να είναι αποτελεσματικοί,
αγαπητοί και ευχάριστοι για τους μαθητές τους. Οι δεξιότητες της επικοινωνίας
είναι το θεμέλιο για την επιτυχία του διδακτικού έργου αλλά και του
παιδαγωγικού ή συμβουλευτικού ρόλου που αναλαμβάνει ο εκπαιδευτικός και
ιδιαίτερα ο θεολόγος μέσα στο σχολείο.
Οι δεξιότητες αυτές μπορούν να έχουν επίδραση τόσο στις σχέσεις μέσα στην τάξη,
αλλά και στις σχέσεις μεταξύ εκπαιδευτικών - γονέων και των εκπαιδευτικών
μεταξύ τους. Όσον αφορά τη σχολική τάξη,
χρειάζεται να διατηρείται μια ισορροπία
ανάμεσα στην αγάπη και την πειθαρχία, σαφή σταθερά και ξεκάθαρα όρια, διάκριση στη
χρήση του επαίνου και της ενίσχυσης , του ελέγχου και της καθοδήγησης, που
υποδηλώνουν συναισθηματική συνέπεια των
διδασκόντων αλλά και τις παιδαγωγικές
και ψυχολογικές τους γνώσεις. (Κλεφτάρας,1997 ∙ Κoυμαρόπουλος, 1998 ∙ Marzano
& Marzano, 2003).
Οι εκπαιδευτικοί που σέβονται τον εαυτό τους
και γνωρίζουν τη σπουδαιότητα του ρόλου
τους για το ψυχικό κόσμο των μαθητών τους,
επιλέγουν τη συμπεριφορά
ενσυναισθητικής – ενεργητικής παρακολούθησης κατά τη διάρκεια της μαθησιακής διαδικασίας
μέσα αλλά και έξω από τη σχολική τάξη. Είναι παρόντες και διαθέσιμοι κάθε στιγμή
και παρακολουθούν με προσοχή και
ενδιαφέρον τους μαθητές τους κοιτώντας τους με οικείο και χαλαρό βλέμμα κατά
πρόσωπο, όταν συνομιλούν. Το ενδιαφέρον μπορεί να ενισχυθεί με τη στάση του σώματος τους, όταν παρουσιάζει μια ελαφριά κλίση προς τα
εμπρός διατηρώντας την άνετη και ήρεμη θέση του. Οι διακυμάνσεις στο ρυθμό, την ένταση και
τον τόνο της φωνής που εναρμονίζεται με τον τόνο της φωνής του
συνομιλητή τους, μπορούν επίσης να
εκδηλώσουν την προσοχή ή την αδιαφορία των εκπαιδευτικών για τους μαθητές τους κατά τη
διάρκεια μιας συνομιλίας . Πολύ σημαντικές κατά την παρουσίαση του μαθήματος αλλά και σε
οποιαδήποτε συζήτηση, είναι οι ερωτήσεις
ανατροφοδότησης, που αποδεικνύουν ότι έχουμε κατανοήσει απόλυτα τα λεκτικά
μηνύματα του συνομιλητή και μπορούν να
διευκολύνουν την επικοινωνία στη σχολική τάξη
(Κλεφτάρας,1997 ∙ Κoυμαρόπουλος, 1998 ∙ Μπίκος, 2004 ).
Η επικοινωνία σε όλες τις σχέσεις αλλά και
στη σχολική τάξη είναι ιδιαίτερα ευάλωτη και πολύ εύκολα μπορεί να διαταραχθεί
από διάφορους παράγοντες. Κι αυτό γιατί
μεσολαβεί ο ανθρώπινος παράγοντας που δεν είναι πάντα προβλέψιμος και
αναμενόμενος επηρεάζοντας τις σχέσεις και τις αντιδράσεις τόσο του ομιλητή όσο
και του ακροατή. Όσον αφορά τη στάση και τη συμπεριφορά των εκπαιδευτικών θα
πρέπει να δίδεται προσοχή ακόμα και στην παραμικρή λεπτομέρεια των λεκτικών μηνυμάτων κατά την αλληλεπίδραση με τους μαθητές. Συνίσταται η αποφυγή των
παρακάτω χαρακτηριστικών, που αποτελούν σημαντικά εμπόδια στην εγκατάσταση
γνήσιας και ουσιαστικής σχέσης με τους
μαθητές και επιδρούν αρνητικά στο
δημιουργικό και ήρεμο κλίμα της τάξης:
Ø Η αυταρχικότητα.
Ø Οι απειλές.
Ø Ο επαναλαμβανόμενος δημόσιος
έλεγχος και οι προσβολές .
Ø Οι εκλογικεύσεις, οι
απλουστεύσεις, οι γενικεύσεις.
Ø Η τάση για έμμεση αυτοπροβολή
του εκπαιδευτικού.
Ø Η τάση απόδοσης
ψυχολογικών ερμηνειών στη συμπεριφορά
των μαθητών, χρησιμοποιώντας επικριτικούς
χαρακτηρισμούς.
Ø Η ειρωνεία ή ο σαρκασμός, η
γελοιοποίηση.
Ø Η άρνηση διαλόγου και γνώσης των προβλημάτων και των
αναγκών των μαθητών.
Ø Η έκφραση αρνητικών
συναισθημάτων και σκέψεων σε δεύτερο πρόσωπο (Κλεφτάρας, 1997 ∙ Κουμαρόπουλος, 1998,
2004).
Στη
διαμόρφωση του κλίματος στην τάξη
καθοριστικός είναι και ρόλος των μαθητών
που καλούνται να σεβαστούν τα όρια, τις συνθήκες, τις σχέσεις και βέβαια όλη την μαθησιακή πράξη και να
λειτουργήσουν αποτελεσματικά μέσα σε αυτή. Είναι ανάγκη έγκαιρα οι μαθητές να
ενημερωθούν για το δικό τους θετικό ρόλο στη διαμόρφωση του κλίματος της τάξης,
από τους εκπαιδευτικούς, έτσι ώστε να
ανταποκριθούν και να είναι σε θέση να
αξιολογούν τη συμπεριφορά τους σε κάθε περίπτωση
( Ματσαγγούρας, 2007)
Κατερίνα Βαρέλα Θεολόγος Μed
Ιούνιος 2009
Μικρό απόσπασμα από εργασία μου στο ΠΜΣ με θέμα " Το μάθημα των θρησκευτικών και η επίδραση του στις διαπροσωπικές σχέσεις και στην επικοινωνία μέσα στην τάξη ".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου