Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2019

Συγχωρώ σημαίνει βλέπω τον άλλον όπως είναι ...



Συγχωρώ σημαίνει βλέπω τον άλλον όπως είναι, με την αμαρτία του και την ανυπόφορη πλευρά του, με όλα τα βαρίδια του, και λέω: "Θα σε κουβαλήσω, όπως ένα σταυρό, θα σε κουβαλήσω μέχρι τη Βασιλεία του Θεού είτε το θέλεις είτε όχι. Και είτε είσαι καλός είτε κακός, θα σε κουβαλήσω στους ώμους μου, θα σε φέρω μπροστά στον Κύριο και θα πω: 'Κύριε, όλη μου τη ζωή κουβάλησα αυτόν τον άνθρωπο, γιατί φοβόμουνα μήπως χαθεί. Τώρα είναι δικό σου θέμα να τον συγχωρήσεις, στο όνομα της δικής μου συγχώρησης!..."
Πόσο όμορφο θα ήταν αν μπορούσαμε να σηκώνουμε έτσι "αλλήλων τα βάρη" και να στηρίζουμε ο ένας τον άλλο, χωρίς να προσπαθούμε να λησμονήσουμε το αδύνατο σημείο του ενός, την αμαρτία του άλλου ή την κατάσταση εκείνου που περνά δύσκολες ώρες!
Πράττοντας δε αναλόγως να μην τον αφήνουμε να γονατίσει υπό το βάρος του πειρασμού αλλά αντίθετα να τον προστατεύουμε, ώστε να εμποδίζουμε την παράδοσή του σε αυτό ακριβώς που θα μπορούσε να τον κάνει να γονατίσει. Αν περιβάλαμε τον αδύνατο με άγρυπνη και τρυφερή αγάπη, πόσοι άνθρωποι δε θα ξαναέβρισκαν το νου τους και πόσοι δε θα γίνονταν άξιοι συγχώρησης- μιας συγχώρησης που θα τους δινόταν δωρεάν!

Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2019

Θάνατος και Απώλεια π. Αντώνιος Μπλουμ Μητροπολίτης Σουρόζ

Η πρώτη και η πλέον συνεχής επαφή μας με το θάνατο πραγματοποιείται μέσα από το αίσθημα της απώλειας.
Μαθαίνοντας να κατανοούμε το θάνατο των άλλων και να τον βιώνουμε μέσα στους άλλους και στον εαυτό μας, μπορούμε να μάθουμε να τον αντικρίζουμε, και τελικά να αντιμετωπίζουμε το δικό μας θάνατο, κατ' αρχάς ως δυνατότητα -και όντως ως μια βεβαιότητα, μια βεβαιότητα όμως που τόσο συχνά και τόσο εμφανώς έχει απομακρυνθεί από μας, ώστε να μην τη χαρακτηρίζουμε πλέον βεβαιότητα- και κατόπιν ως την ίδια την πραγματικότητα που μας πλησιάζει.
Ένα από τα άμεσα προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπίσει το πρόσωπο εκείνο που πενθεί, είναι η εμπειρία της μοναξιάς, το γεγονός ότι το μόνο πρόσωπο που κατά καιρούς τον ενδιέφερε, το πρόσωπο εκείνο που γέμιζε όλο το χώρο και το χρόνο και όλη την καρδιά του τον άφησε.
Κι αν ακόμη το πρόσωπο που μας άφησε δεν μας είχε δώσει όλη του την καρδιά, αφήνει ωστόσο πίσω του ένα τεράστιο κενό. Όσο το πρόσωπο είναι άρρωστο προσφέρουμε πολύ περισσότερο χρόνο στη σκέψη. Οι δραστηριότητές μας συγκεντρώνονται και κατευθύνονται προς αυτό.
Όταν το πρόσωπο πεθάνει, πολύ συχνά αυτοί που μένουν πίσω αισθάνονται ότι η δραστηριότητά τους είναι πλέον άσκοπη, δεν έχουν τουλάχιστον κάποιον άμεσο σκοπό, κέντρο και κατεύθυνση.
Μια ζωή, όσο οδυνηρή και αγωνιώδης κι αν ήταν, έτρεχε σαν το ποτάμι. Τώρα όμως καταντάει ένας βάλτος.
Μοναξιά επίσης σημαίνει ότι δεν υπάρχει ούτε ένα πρόσωπο με το οποίο να μπορεί κάποιος να μιλήσει ή να το ακούσει, ή να το προσέξει, που να ανταποκρίνεται και να αντιδρά, και στο οποίο αυτός να αντιδρά και να ανταποκρίνεται.
Το πρόσωπο που μας αφήνει είναι πολύ συχνά το πρόσωπο εκείνο που, στα δικά μας μάτια, μας έδινε την έσχατη αξία:
το πρόσωπο εκείνο για το οποίο αξίζαμε, το πρόσωπο εκείνο που διεκδικούσε την ύπαρξη και τη σημασία μας.
Περισσότερο από μια φορά έχω αναφέρει, με την ευκαιρία κάποιου γάμου, τη φράση του Λέων Μπλόυ:
«Το να πεις σε κάποιον "σ' αγαπώ" ισοδυναμεί με το να του λες "δεν θα πεθάνεις ποτέ"».
Αυτό ισχύει και σ' αυτό το πλαίσιο.
Το πρόσωπο που μας αφήνει δεν βρίσκεται πλέον εδώ για να διακηρύσσει την έσχατη αξία μας, την έσχατη σημασία μας.
Αυτό το πρόσωπο δεν βρίσκεται πλέον εδώ για να μπορεί να πει «σε αγαπώ», και γι' αυτό χάνεται η αιώνια επιβεβαίωση και αναγνώρισή μας.
Αυτό είναι κάτι που πρέπει να το αντιμετωπίσουμε.
Δεν είναι κάτι που πρέπει να το παραμερίσουμε, να το ξεχάσουμε ή να το παρακάμψουμε.
Δημιουργείται ένα κενό και αυτό το κενό δεν πρέπει ποτέ να γεμίσει με τεχνητά πράγματα, που δεν αξίζουν μπροστά σ' αυτά που αντικαθιστούν.
Πρέπει να είμαστε έτοιμοι να αναγνωρίσουμε ότι ο πόνος είναι μία από τις εκφράσεις της αγάπης.
Αν ισχυριζόμαστε ότι αγαπούμε αληθινά το πρόσωπο που μόλις αναχώρησε από αυτήν τη ζωή, πρέπει να είμαστε και έτοιμοι να το αγαπούμε μέσα από τον πόνο, με τον ίδιο τρόπο που κάποτε το αγαπήσαμε μέσα από τη χαρά - τη χαρά της επιβεβαίωσης, τη χαρά της κοινής ζωής.
Aυτό απαιτεί θάρρος, και νομίζω ότι πρέπει πολλά να εξηγηθούν από την άποψη αυτή σήμερα, όταν τόσοι άνθρωποι, για να ξεφύγουν από τον πόνο, στρέφονται στα ηρεμιστικά, στο αλκοόλ ή σε οποιαδήποτε διασκέδαση, για να ξεχάσουν. Πιθανώς να επισκιάζεται ό,τι συμβαίνει σε μιαν ανθρώπινη ψυχή, συνεχίζει όμως να προχωρά, και αν δεν λυθεί, αφήνει το πρόσωπο φτωχότερο.
Ένα άλλο πράγμα που πρέπει το πρόσωπο που πενθεί να μάθει να μην κάνει ποτέ είναι να μιλά για τη σχέση αγάπης που υπήρχε σε αόριστο χρόνο.
Ποτέ δεν πρέπει κάποιος να πει: «Αγαπούσαμε ο ένας τον άλλο». Πρέπει πάντοτε να λέει: «Αγαπούμε ο ένας τον άλλο».
Αν επιτρέψουμε στην αγάπη μας να μεταβληθεί σε αντικείμενο του παρελθόντος, πρέπει να ομολογήσουμε ότι δεν πιστεύουμε στη συνέχιση της ζωής του προσώπου που πέθανε.
Αν το κάνουμε, πρέπει να ομολογήσουμε ότι είμαστε άπιστοι και άθεοι, με τη χειρότερη έννοια, και ότι αντιμετωπίζουμε τη ζωή από διαφορετική γωνία.
Αν δεν υπάρχει Θεός, αν δεν υπάρχει αιώνια ζωή, τότε ο θάνατος πού επήλθε δεν έχει καμιά μεταφυσική σημασία.
Αποτελεί ένα γεγονός της φυσικής ιστορίας.
Είναι μια νίκη των νόμων της φυσικής και της χημείας, και ο άνθρωπος συνεχίζει να υπάρχει όχι ως πρόσωπο αλλά ως μέρος της φύσης.
Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να αντιμετωπίσουμε κατάματα είτε την πίστη μας, είτε την έλλειψη πίστης και να ενεργήσουμε ανάλογα.
Πολύ συχνά, αυτοί που μένουν πίσω αισθάνονται ότι το πρόσωπο που έφυγε δεν είναι μόνο μια δική τους απώλεια, αλλά μια απώλεια που στερεί όλους γύρω από κάτι το πολύτιμο - από μια λογική, μια καρδιά και μια θέληση, από κάποιον που ενεργούσε όμορφα και σωστά.
Και αυτός που έχασε το πρόσωπο μένει επίσης με την απώλεια.
Σ' αυτό το σημείο πρέπει να θυμηθούμε -πράγμα ουσιαστικό- ότι όποιος ζει θέτει ένα παράδειγμα:
ένα παράδειγμα για το πώς ζει κανείς καλά ή ένα παράδειγμα για το πώς ζει κανείς άσχημα.
Πρέπει να μαθαίνουμε από όλους, ζώντες ή κεκοιμημένους, αυτό που είναι λάθος για να το αποφεύγουμε και αυτό που είναι σωστό για να το μιμούμαστε.
Όποιος έχει γνωρίσει κάποιον που τώρα έχει πεθάνει, θα πρέπει να στοχαστεί βαθιά το σημάδι που η ζωή αυτού του ανθρώπου άφησε στη ζωή του.
Πρέπει να στοχαστεί το είδος του σπόρου που σπάρθηκε στη ζωή αυτού του ανθρώπου και τον καρπό που αυτός έφερε.
Υπάρχει μια φράση στο Ευαγγέλιο που λέει πως «εάv μη ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γην αποθάνη, αυτός μόνος μένει. Εάν δε αποθάνη πολύν καρπόν φέρει».
Αυτό ακριβώς μπορεί να συμβεί, αν στοχαζόμαστε με όλη μας την καρδιά, με το πνεύμα και με τη μνήμη, με όλη την ευαισθησία μας και την αίσθηση δικαιοσύνης, τη ζωή εκείνων που έχουν αναχωρήσει από αυτήν τη ζωή.
Αν είχαμε το κουράγιο να χρησιμοποιήσουμε αυτό το ξίφος -που είναι ο λόγος του Θεού για να χωρίσουμε το φως από το σκοτάδι, να χρησιμοποιήσουμε όλη μας τη διάκριση για να ξεχωρίσουμε την ήρα από το σιτάρι, τότε, έχοντας συγκεντρώσει όσο σιτάρι θα είχαμε τη δυνατότητα να ξεχωρίσουμε, θα μπορούσε ο καθένας μας, ο καθένας που είχε γνωρίσει τον κεκοιμημένο, να φέρει πολύ καρπό στη ζωή του.
Μπορούμε να ζήσουμε σύμφωνα μ' ένα παράδειγμα που προσφέρεται και λαμβάνεται, να χωνέψουμε όσα αξίζουν να χωνευθούν από τη ζωή αυτού του προσώπου.
Στη Νεκρώσιμη Ακολουθία κρατούμε αναμμένα κεριά.
Πιστεύω ότι αυτό υποδηλώνει δύο πράγματα.
Το πρώτο, που είναι πολύ εμφανές, είναι ότι αναγγέλλουμε την ανάσταση.
Στεκόμαστε κρατώντας αναμμένα κεριά με τον ίδιο τρόπο που στεκόμαστε στην εκκλησία το βράδυ της Ανάστασης.
Στεκόμαστε επίσης δίνοντας τη μαρτυρία μας μπροστά στον Θεό ότι το πρόσωπο αυτό έφερε τουλάχιστον μια σπίθα φωτός στο λυκόφως του κόσμου, ότι αυτό το πρόσωπο δεν έζησε μάταια.
Θα φυλάξουμε, θα προστατεύσουμε και θα μοιραστούμε αυτό το φως, έτσι ώστε να φωτίζει όλο και περισσότερους ανθρώπους, και αν είναι δυνατό να γίνει εκατονταπλάσιο.
Αν ξεκινήσουμε να ζήσουμε μ' αυτό τον τρόπο, να γίνουμε η συνέχεια της επίγειας ζωής του κεκοιμημένου, αν ξεκινήσουμε να γίνουμε η συνέχεια όλων όσα ήταν ευγενικά, καλά, αληθινά και άγια σ' αυτό το πρόσωπο, τότε αυτό το πρόσωπο πράγματι δεν έχει ζήσει μάταια και θα αισθανθούμε κι εμείς ότι πράγματι δεν ζούμε μάταια.
Δεν θα υπάρξει μέσα μας χώρος για ελπίδες ενός άμεσου θανάτου, επειδή πρέπει να επιτελέσουμε κάποια λειτουργία.
Μένουμε πίσω για να κάνουμε δυνατά όλα όσα είδαμε, όλα όσα ακούσαμε, όλα όσα νιώσαμε, να τα πολλαπλασιάσουμε και να τα σκορπίσουμε και να γίνουμε μια νέα αλυσίδα φωτός πάνω στη γη.
Αν μπορέσουμε όμως να ομολογήσουμε πως το πρόσωπο που αναχώρησε από αυτήν τη ζωή ήταν για μας ένας θησαυρός, τότε «όπου γαρ εστιν ο θησαυρός υμών, εκεί έσται και η καρδία υμών».
Πρέπει, μαζί μ' αυτόν που εισήλθε στην αιωνιότητα, να ζήσουμε κι εμείς όσο το δυνατόν τελειότερα και βαθύτερα, στην αιωνιότητα.
Επειδή είναι ο μόνος τόπος όπου μπορούμε να είμαστε μαζί με τον κεκοιμημένο.
Αυτό σημαίνει ότι, καθώς όλο και περισσότερα αγαπημένα πρόσωπα αφήνουν αυτό το επίγειο προσκύνημα και εισέρχονται στη σταθερότητα και στη γαλήνη της αιώνιας ζωής, θα πρέπει να αισθανόμαστε όλο και περισσότερο ότι ανήκουμε όλο και τελειότερα και πληρέστερα σ' εκείνο τον κόσμο, και ότι σταδιακά οι αξίες του γίνονται δικές μας.
Αν μάλιστα ένα από τα πολυαγαπημένα μας πρόσωπα, αν ένας από τους πολυτιμότερους θησαυρούς μας λέγεται Ιησούς Χριστός, τότε μπορούμε αληθινά, όσο είμαστε ακόμη πάνω στη γη, να λαχταρούμε, όπως ο απόστολος Παύλος, με όλη μας την ψυχή και όλο μας το μυαλό, με όλο μας το σώμα και όλη μας την καρδιά, την ημέρα που θα ενωθούμε αδιαίρετα μαζί Του.
Η αντιμετώπιση του δικού μας θανάτου είναι κάτι που το κάνουμε με τρόπους πολύ διαφορετικούς, σύμφωνα με την ηλικία μας και τις περιστάσεις.
Αντιλαμβανόμαστε το θάνατο με διαφορετικό τρόπο σε διαφορετικές καταστάσεις και ηλικίες.
Σκεφτείτε τα παιδιά που ακούν τη λέξη «θάνατος».
Ίσως να διαθέτουν μια πολύ ασαφή ιδέα γι' αυτόν ή ίσως να έχουν ήδη χάσει κάποιο γονιό και να στενοχωριούνται στη μοναξιά τους.
Τον αντιλαμβάνονται ως απώλεια, αλλά όχι ως θάνατο καθαυτό.
Ένα παιδί μπορεί να πληροφορηθεί για το θάνατο με κάποιον τερατώδη τρόπο, που θα τον καταστήσει έτσι αποκρουστικό στα μάτια του, ή αντίθετα με κάποιον λογικό και υγιή τρόπο, όπως μας δείχνει η ακόλουθη ιστορία.
Μια πολυαγαπημένη γιαγιά πέθανε μετά από μακρά και οδυνηρή ασθένεια. Με κάλεσαν στο σπίτι της και, όταν έφθασα, ανακάλυψα ότι τα παιδιά είχαν απομακρυνθεί.
Ρώτησα γιατί και οι γονείς μου είπαν: «Δεν έπρεπε να αφήσουμε τα παιδιά να μείνουν στο σπίτι όπου υπήρχε ένας πεθαμένος».
«Γιατί;»
«Επειδή ξέρουν τι είναι θάνατος».
«Και τι είναι θάνατος;» ρώτησα.
«Είδαν κάποια μέρα ένα κουνελάκι κατακομματιασμένο από μία γάτα στον κήπο, και έτσι γνωρίζουν τι είναι θάνατος».
Σκέφτηκα πως αν αυτή είναι η εικόνα του θανάτου που είχαν αυτά τα παιδιά, τότε θα ήταν υποχρεωμένα όλη τους τη ζωή να ζουν με μια αίσθηση τρόμου, οποτεδήποτε άκουγαν αυτήν τη λέξη, οπουδήποτε παρακολουθούσαν ένα μνημόσυνο, οπουδήποτε έβλεπαν ένα φέρετρο - ανείπωτος τρόμος κρυμμένος μέσα σ' αυτό το ξύλινο κουτί.
Μετά από μακρά συζήτηση, κατά τη διάρκεια της οποίας οι γονείς μου είπαν ότι τα παιδιά θα κατέρρεαν ψυχολογικά αν τους επιτρεπόταν να δουν τη γιαγιά τους και πως η διανοητική τους κατάσταση θα ήταν δική μου ευθύνη, έφερα πίσω τα παιδιά.
Η πρώτη τους ερώτηση ήταν:
«Τι είχε πράγματι συμβεί στη γιαγιά;»
Τους είπα: «Την ακούσατε πολλές φορές να λέει ότι λαχταρούσε να συναντήσει τον άνδρα της στη Βασιλεία του Θεού, όπου αυτός είχε προηγηθεί. Τώρα πήγε και αυτή».
«Έτσι, είναι ευτυχισμένη» είπε ένα από τα παιδιά.
«Ναι» είπα.
Κατόπιν πήγαμε στο δωμάτιο όπου βρισκόταν η γιαγιά.
Η ησυχία ήταν όμορφη. Η ηλικιωμένη γυναίκα, που το πρόσωπό της είχε ρητιδωθεί τα τελευταία χρόνια από τον πόνο, κειτόταν απόλυτα ακίνητη και ήρεμη.
Ένα από τα παιδιά είπε: «Αυτός λοιπόν είναι ο θάνατος».
Και το άλλο συμπλήρωσε: «Τι ωραία».
Εδώ έχουμε δύο μορφές της ίδιας εμπειρίας.
Πρόκειται να επιτρέψουμε στα παιδιά να δουν το θάνατο σύμφωνα με το κατακομματιασμένο από κάποια γάτα κουνελάκι, ή θα τα αφήσουμε να δουν την ηρεμία και την ομορφιά του θανάτου;
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία φέρνουμε τον νεκρό στο ναό όσο γρηγορότερα μπορούμε.
Προσευχόμαστε μπροστά στο ανοιχτό φέρετρο.
Το πλησιάζουν ενήλικες και παιδιά. Ο θάνατος δεν είναι κάτι που πρέπει να το κρύψουμε: είναι κάτι απλό και μέρος της ζωής. Και τα παιδιά μπορούν να παρατηρούν τον κεκοιμημένο και να βλέπουν τη γαλήνη στο πρόσωπό του.
Ασπαζόμαστε τον κεκοιμημένο.
Αυτή δε τη στιγμή δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε να προειδοποιήσουμε τα παιδιά όταν θα ασπασθούν το μέτωπο του νεκρού που ήταν πάντοτε ζεστό, ότι τώρα θα το βρουν κρύο, και να τους πούμε, «αυτό είναι το σημάδι του θανάτου».
Η ζωή είναι ζεστή.
Ο θάνατος είναι ψυχρός.
Τότε το παιδί δεν θα τρομοκρατηθεί, επειδή διαθέτει την εμπειρία από ζεστά και κρύα πράγματα, που το καθένα έχει το χαρακτήρα και το νόημά του.
Andrew Walker - Κώστας Καρράς (επιμ.),
Ζωντανή Ορθοδοξία στον σύγχρονο κόσμο,
μτφρ Ιωσήφ Ροηλίδης, εκδ.
Εστία, Αθήνα 2001.

Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2019

ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΚΑΙ Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΣΤΙΣ ΔΙΑΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΤΑΞΗ


           Ο ρόλος του εκπαιδευτικού  και η επικοινωνία στη σχολική τάξη


     Ο εκπαιδευτικός σε κάθε σχολική τάξη, ανεξάρτητα από το γνωστικό του αντικείμενο, έχει πολύπλευρο και ουσιαστικό έργο, καλείται  να προσεγγίσει συναισθηματικά τους μαθητές του να επικοινωνήσει  και να τους μεταδώσει και γνώσεις και αξίες  που θα συντελέσουν στην ομαλή γνωστική, συναισθηματική και ψυχολογική τους ανάπτυξη. Ο εκπαιδευτικός – θεολόγος  λόγω του ιδιαίτερου γνωστικού αντικείμενου του μαθήματος, χρειάζεται να προσπαθήσει από την αρχή της παρουσίας του με στην τάξη να καλλιεργήσει στο μαθησιακό περιβάλλον θετικά συναισθήματα και ουσιαστικές σχέσεις με τους μαθητές του. Σύμφωνα με τον  Rogers ( 1961) « μάθηση στην εκπαιδευτική διαδικασία μπορεί να επιτευχθεί, να έχει διάρκεια και να επεκταθεί σε όλους τους τομείς της ζωής μόνο αν αποκτήσει προσωπικό νόημα για το μαθητή ». Στο χώρο της εκπαίδευσης η θεωρία αυτή καλείται  μαθητοκεντρική  διδασκαλία και στηρίζεται στις παρακάτω βασικές αρχές:
  • Οι μαθητές καλούνται να έρθουν σε επαφή με τα προβλήματα της ύπαρξης τους, έτσι ώστε να είναι σε θέση να αντιληφθούν τις δυσκολίες και να τις ξεπεράσουν.
  • Η διαδικασία της μάθησης διευκολύνεται όταν ο εκπαιδευτικός βρίσκεται σε εσωτερική συμφωνία με τον εαυτό του, έχοντας επίγνωση των στάσεων του και αποδεχόμενος τα ειλικρινή του συναισθήματα.
  • Όταν ο εκπαιδευτικός κατορθώσει  να αποδεχθεί τους μαθητές του όπως είναι και να κατανοήσει τα συναισθήματα τους, τότε η μάθηση που επιτυγχάνεται είναι σημαντική.
  • Ο εκπαιδευτικός καλείται να αντιληφθεί τον εαυτό του ως ανιχνευτή των πηγών γνώσης μόνο εφόσον δεχθεί ότι υπάρχουν πολλές πηγές γνώσης, τεχνικών και θεωρίας που αποτελούν τη βασική πρώτη ύλη της μάθησης. Έτσι μπορεί να ελπίζει ότι οι πηγές αυτές μπορούν να γίνουν αντιληπτές από τους μαθητές ως προσφορές για χρήση εφόσον τους είναι χρήσιμες, προσφέροντας ταυτόχρονα και τον ίδιο του τον εαυτό.
  • Για να πετύχει τη μάθηση, ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να στηριχθεί στην τάση των μαθητών του για αυτοπραγμάτωση.
  •  Οι εκπαιδευτικοί καλούνται να παρέχουν τις πηγές πληροφόρησης  στους μαθητές τους, έτσι ώστε οι μαθητές να γνωρίζουν αυτά που τους χρειάζονται για να πετύχουν τους στόχους τους ( Rogers, 1961, σελ. 286 – 295).    
      Η επίτευξη θετικής σχέσης και ουσιαστικής επικοινωνίας ανάμεσα σε εκπαιδευτικό – μαθητές  θεωρείται μέσο εκπλήρωσης συγκεκριμένου στόχου. Η ανθρωπιστική παιδεία αποβλέπει να καταστήσει τους μαθητές ικανούς να αναπτύξουν όλο το φάσμα των δυνατοτήτων τους και να γίνουν ολοκληρωμένα άτομα. Για  το λόγο αυτό και ο εκπαιδευτικός καλείται  να σταθεί δίπλα σε κάθε παιδί ξεχωριστά και το βοηθήσει να αναπτύξει στο μέγιστο όλες τις πτυχές της προσωπικότητας και των δυνατοτήτων του. Σύμφωνα με τον Maslow « εκπαίδευση σημαίνει να μάθουμε να εξελισσόμαστε, να μαθαίνουμε προς ποια κατεύθυνση, προς ποιο στόχο να κινηθούμε, να μάθουμε το καλό και το κακό, το επιθυμητό και το ανεπιθύμητο, να μάθουμε τι να διαλέγουμε και  τι όχι ».
Αν η εκπαίδευση δεν μπορεί να συμβάλλει ώστε ο άνθρωπος να ανακαλύψει και να γίνει αυτός που πραγματικά είναι, τότε είναι άχρηστη ( Maslow, 1971).
       Ο χώρος της επικοινωνίας είναι η σχολική τάξη, όπου μαθητές και εκπαιδευτικοί         καθημερινά  έρχονται σε επαφή, αλληλεπιδρούν κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες  εκδηλώνοντας στάσεις, συμπεριφορές επιθυμίες μέσα από  ανταλλαγή μηνυμάτων τόσο λεκτικών όσο και μη λεκτικών. Αυτού του είδους η επικοινωνία ασκεί ουσιαστικό ρόλο στην παιδαγωγική σχέση, είναι επικοινωνία  πρόσωπο με πρόσωπο και δίνει  τη δυνατότητα στον εκπαιδευτικό να επιδράσει στις αξίες και τις αντιλήψεις του εκπαιδευομένου ( Μπακιρτζής, 2002 ). Ανεξάρτητα από το φύλο την ηλικία, το γνωστικό αντικείμενο, το πολιτισμικό επίπεδο και τις διδακτικές μεθόδους, οι εκπαιδευτικοί προσπαθούν να εντάξουν τους μαθητές αποτελεσματικά ως ενεργά μέλη της τάξης, του σχολείου, της κοινωνίας και να εξελιχθούν ως άνθρωποι,  με αξίες, με ικανότητες και δυνατότητες, με αυτοεκτίμηση και εμπιστοσύνη  στον εαυτό τους ( Hunter, 1985 ∙ Ryan, Jackson & Levinson, 1986 ∙ Wood, 1987 ). Αν ανατρέξουμε σε παλαιότερες και νεότερες έρευνες μπορούμε να αντιληφθούμε ότι η μάθηση έχει καλύτερα αποτελέσματα όταν συντελείται σε περιβάλλον που έχουν εδραιωθεί καλές διαπροσωπικές σχέσεις και αλληλεπιδράσεις (Γκότοβος, 1997 ∙ Κλεφτάρας, 1997 ∙ Κοσμόπουλος, 1990 ∙ Μαλικιώση- Λοΐζου, 1998, 2001 ∙ ΜalikiosiLoizos, 2000).
      Οι εκπαιδευτικοί – θεολόγοι καλούνται να οργανώσουν το μάθημα τους με τέτοιο τρόπο ώστε  να εγκαταστήσουν αποτελεσματική επικοινωνία και καλές διαπροσωπικές σχέσεις,  παράλληλα με τον εμπλουτισμό της διδασκαλίας τους γύρω από τις θεμελιώδεις θρησκευτικές και θεολογικές έννοιες και σεβόμενοι τις καθημερινές προσωπικές εμπειρίες, την εθνική και θρησκευτική ταυτότητα  και το αναπτυξιακό επίπεδο των μαθητών τους ( Βασιλόπουλος,1993 ∙ Γιαγκάζογλου, 2009). Η ένταξη στη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών, θεμάτων μέσα από την καθημερινή ζωή (ανθρώπινες σχέσεις, κοινωνικά προβλήματα και  ηθικά διλλήματα), θεμάτων που βρίσκονται κοντά στα ενδιαφέροντα ( π.χ αιρέσεις, στερεότυπα, διακρίσεις, ρατσισμός ), στις ανάγκες και στις προσωπικές αναζητήσεις των μαθητών ( υπαρξιακά ερωτήματα, αναζήτηση αλήθειας, σχέση πίστης – επιστήμης), είναι δυνατόν να συμβάλλουν θετικά στο διδακτικό έργο. Η θρησκευτική αυτή αγωγή ονομάστηκε  « lifecentred » ή  « thematic teaching »
επειδή τα θέματα ζωής κατέλαβαν σημαντική θέση στη μαθησιακή διαδικασία και      εμφανίστηκε  πρώτη φορά το 1965 από τα αναλυτικά προγράμματα της Αγγλίας ( Hull, 1975). Αυτή η αγωγή μπορεί να βοηθήσει εκπαιδευτικό να πλησιάσει τους μαθητές του άσχετα από την κοινωνική τους προέλευση και τις προσωπικές τους πεποιθήσεις, μέσω του διαλόγου και της ελεύθερης  ανταλλαγής απόψεων να επιδράσει στο συναισθηματικό τους κόσμο και να εδραιώσει  ουσιαστική  επικοινωνία. (Schuitema et. al, 2008).
     Ιδιαίτερη αξία και σημασία για την επικοινωνία εκπαιδευτικών – μαθητών  έχει η εγκατάσταση  γνήσιας σχέσης, που βασίζεται στην ικανότητα των εκπαιδευτικών να διαμορφώνουν έτσι το περιβάλλον της τάξης ώστε να είναι  αποτελεσματικοί, αγαπητοί και ευχάριστοι για τους μαθητές τους. Οι δεξιότητες της επικοινωνίας είναι το θεμέλιο για την επιτυχία του διδακτικού έργου αλλά και του παιδαγωγικού ή συμβουλευτικού ρόλου που αναλαμβάνει ο εκπαιδευτικός και ιδιαίτερα  ο θεολόγος μέσα στο σχολείο. Οι δεξιότητες αυτές μπορούν να έχουν επίδραση τόσο στις σχέσεις μέσα στην τάξη, αλλά και στις σχέσεις μεταξύ εκπαιδευτικών - γονέων και των εκπαιδευτικών μεταξύ τους.  Όσον αφορά τη σχολική τάξη,  χρειάζεται να διατηρείται μια ισορροπία ανάμεσα στην αγάπη και την πειθαρχία, σαφή σταθερά και ξεκάθαρα όρια, διάκριση στη χρήση του επαίνου και της ενίσχυσης , του ελέγχου και της καθοδήγησης, που υποδηλώνουν  συναισθηματική συνέπεια των διδασκόντων αλλά και τις  παιδαγωγικές και ψυχολογικές τους γνώσεις. (Κλεφτάρας,1997 ∙ Κoυμαρόπουλος, 1998 ∙ Marzano & Marzano, 2003).
      Οι εκπαιδευτικοί που σέβονται τον εαυτό τους και γνωρίζουν τη σπουδαιότητα  του ρόλου τους για το ψυχικό κόσμο των μαθητών τους,  επιλέγουν τη συμπεριφορά  ενσυναισθητικής – ενεργητικής παρακολούθησης  κατά τη διάρκεια της μαθησιακής διαδικασίας μέσα αλλά και έξω από τη σχολική τάξη. Είναι παρόντες και διαθέσιμοι  κάθε στιγμή  και  παρακολουθούν με προσοχή και ενδιαφέρον τους μαθητές τους κοιτώντας τους με οικείο και χαλαρό βλέμμα κατά πρόσωπο, όταν συνομιλούν. Το ενδιαφέρον μπορεί να ενισχυθεί  με τη στάση του σώματος  τους,  όταν παρουσιάζει μια ελαφριά κλίση προς τα εμπρός διατηρώντας την άνετη και ήρεμη θέση του. Οι διακυμάνσεις στο ρυθμό, την  ένταση και  τον τόνο της φωνής που εναρμονίζεται με τον τόνο της φωνής του συνομιλητή τους,  μπορούν επίσης να εκδηλώσουν την προσοχή  ή την αδιαφορία  των εκπαιδευτικών για τους μαθητές τους  κατά  τη διάρκεια μιας συνομιλίας . Πολύ σημαντικές  κατά την παρουσίαση του μαθήματος αλλά και σε οποιαδήποτε συζήτηση,  είναι οι ερωτήσεις ανατροφοδότησης, που αποδεικνύουν ότι έχουμε κατανοήσει απόλυτα τα λεκτικά μηνύματα του συνομιλητή  και μπορούν να διευκολύνουν την επικοινωνία στη σχολική τάξη  (Κλεφτάρας,1997 ∙ Κoυμαρόπουλος, 1998 ∙ Μπίκος, 2004 ).
     Η επικοινωνία σε όλες τις σχέσεις αλλά και στη σχολική τάξη είναι ιδιαίτερα ευάλωτη και πολύ εύκολα μπορεί να διαταραχθεί από διάφορους παράγοντες. Κι αυτό γιατί  μεσολαβεί ο ανθρώπινος παράγοντας που δεν είναι πάντα προβλέψιμος και αναμενόμενος επηρεάζοντας τις σχέσεις και τις αντιδράσεις τόσο του ομιλητή όσο και του ακροατή. Όσον αφορά τη στάση και τη συμπεριφορά των εκπαιδευτικών θα πρέπει να δίδεται προσοχή ακόμα και στην παραμικρή λεπτομέρεια των λεκτικών  μηνυμάτων κατά την αλληλεπίδραση  με τους μαθητές. Συνίσταται η αποφυγή των παρακάτω χαρακτηριστικών, που αποτελούν σημαντικά εμπόδια στην εγκατάσταση γνήσιας  και ουσιαστικής σχέσης με τους μαθητές  και επιδρούν αρνητικά στο δημιουργικό και ήρεμο κλίμα της τάξης:
Ø  Η αυταρχικότητα.
Ø  Οι απειλές.
Ø  Ο επαναλαμβανόμενος δημόσιος έλεγχος και οι προσβολές .
Ø  Οι εκλογικεύσεις, οι απλουστεύσεις, οι γενικεύσεις.
Ø  Η τάση για έμμεση αυτοπροβολή του εκπαιδευτικού.
Ø  Η τάση απόδοσης ψυχολογικών  ερμηνειών στη συμπεριφορά των μαθητών, χρησιμοποιώντας  επικριτικούς χαρακτηρισμούς.
Ø  Η ειρωνεία ή ο σαρκασμός, η γελοιοποίηση.
Ø  Η άρνηση  διαλόγου και γνώσης των προβλημάτων και των αναγκών των μαθητών.
Ø  Η έκφραση αρνητικών συναισθημάτων και σκέψεων σε δεύτερο πρόσωπο (Κλεφτάρας, 1997 ∙ Κουμαρόπουλος, 1998, 2004).
     Στη διαμόρφωση του  κλίματος στην τάξη καθοριστικός είναι και ρόλος  των μαθητών που καλούνται να σεβαστούν τα όρια, τις συνθήκες, τις σχέσεις και  βέβαια όλη την μαθησιακή πράξη και να λειτουργήσουν αποτελεσματικά μέσα σε αυτή. Είναι ανάγκη έγκαιρα οι μαθητές να ενημερωθούν για το δικό τους θετικό ρόλο στη διαμόρφωση του κλίματος της τάξης, από τους εκπαιδευτικούς, έτσι ώστε  να ανταποκριθούν  και να είναι σε θέση να αξιολογούν τη συμπεριφορά τους  σε κάθε περίπτωση ( Ματσαγγούρας, 2007)

Κατερίνα Βαρέλα Θεολόγος  Μed
Ιούνιος 2009
Μικρό απόσπασμα από εργασία μου στο ΠΜΣ με θέμα " Το μάθημα των θρησκευτικών και η επίδραση του στις διαπροσωπικές σχέσεις και στην επικοινωνία μέσα στην τάξη ".

Η συμβουλευτική διάσταση του εκπαιδευτικού

Σύμφωνα με τους Τρεις Ιεράρχες

Η συμβουλευτική διάσταση του εκπαιδευτικού 
του Δρ Στέφανου Χρ. Κουμαρόπουλου*  

Οι Τρεις Ιεράρχες αφομοίωσαν ό,τι καλύτερο είχε να προσφέρει στην εποχή τους η αρχαία ελληνική διανόηση με τη βίωση της χριστιανικής πίστης. Και μόνο αυτό θα έφτανε για να τους αναδείξει ως υγιή και διαχρονικά πρότυπα και κατεξοχήν συμβούλους ζωής. Γιατί τόσο η πνευματική καλλιέργεια, το ανθρωπιστικό ιδεώδες, το οποίο ανέδειξε η αρχαία Ελλάδα, όσο και η αγάπη, η ταπείνωση και η αρετή, που προέβαλλε ο χριστιανισμός, αποτέλεσαν στάση ζωής για το Μέγα Βασίλειο, το Γρηγόριο το Θεολόγο και τον Ιωάννη το Χρυσόστομο. Αυτά τα δύο στοιχεία, τη μόρφωση και την υγιή πίστη, πρώτα βίωσαν και μετά δίδαξαν οι Τρεις Άγιοι που τιμάμε σήμερα.

Ως διαχρονικοί σύμβουλοι ζωής, λοιπόν, έχουν να μας διατυπώσουν μια ολοκληρωμένη πρόταση ζωής. Ο άνθρωπος δεν ζει χωρίς νόημα ζωής και χωρίς σχέδιο ζωής θα μας έλεγαν σήμερα. Και στα δύο αυτά βασικά στοιχεία, που προσδιορίζουν την ποιότητα ζωής του ανθρώπου, τόσο η παιδεία όσο και η υγιής πίστη παίζουν πρωταρχικό ρόλο.
Να απομονώσω κάποια σημεία από κείμενα των Τριών Αγίων Ιεραρχών, που όπως θα έλεγαν, αναδεικνύουν τους παιδαγωγούς ως συμβούλους παιδιών και νέων.
Καταρχήν ο Γρηγόριος ο Θεολόγος είχε ιδιαίτερη εκτίμηση για το παιδαγωγικό λειτούργημα: «Είναι πράγματι καταπληκτικό το να καθοδηγείς ανθρώπους είναι τέχνη τεχνών και επιστήμη επιστημών». Ενώ ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος συμπληρώνει: «Δεν υπάρχει άλλη καλλιτεχνική δημιουργία πιο μεγάλη από την αγωγή, γιατί με τι άλλο μπορεί να συγκριθεί η διάπλαση της ψυχής και της διάνοιας ενός ανθρώπου»;
Καλλιτέχνης λοιπόν και επιστήμονας ο εκπαιδευτικός κατά τους Τρεις Ιεράρχες, ο οποίος πέραν της ειδικής του κατάρτισης και αποστολής έχει καθήκον να αναδειχθεί και σε σύμβουλο για τους μαθητές του. Θα μπορούσε να υπάρξει Αγωγή χωρίς συμβουλευτικό χαρακτήρα και χωρίς καθοδήγηση σε έναν τρόπο ζωής; Η ίδια η έννοια της Αγωγής (η λέξη αγωγή ετυμολογικά προέρχεται από το ρήμα άγω που έχει μεταξύ άλλων τη σημασία του οδηγώ κατευθύνω κάποιον) σαφώς εμπεριέχει μέσα της τόσο την έννοια της καθοδήγησης όσο και τη σημασία της βελτίωσης της συμπεριφοράς, του τρόπου ζωής του εκπαιδευόμενου. Τα σχολικά μαθήματα, ως εκ τούτου, δεν εξαντλούνται μόνο σε γνώσεις και πληροφορίες. Κυρίως έχουν ως αποστολή τους, να αποτελέσουν την αρχή μιας συναρπαστικής συνάντησης των νέων ανθρώπων, της συνάντησης τους με το Νόημα της ζωής τους. Εκπαιδευτικός και σύμβουλος είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος μας λένε οι Τρεις Ιεράρχες.
Οι σημερινοί μαθητές, όπως δείχνουν οι ψυχολογικές και οι κοινωνικές έρευνες, φαίνεται να έχουν ανάγκη από μια καθοδηγητική παρουσία των εκπαιδευτικών δίπλα τους, από μια παιδαγωγική συμβουλευτική που θα δίνει προσανατολισμούς ζωής. Οι νέοι εμφανίζονται να έχουν ανάγκη την οριοθέτηση από κάποιον δυναμικό ενήλικο, που θα είναι το υποκατάστατο των γονεϊκών τους προτύπων. Ο κάθε μαθητής προσδοκάει ειδικά από τον εκπαιδευτικό-σύμβουλο παράδειγμα για να το ακολουθήσει και πρότυπο για να ταυτισθεί μαζί του. Άριστοι ψυχολόγοι και συμπαραστάτες των νέων της εποχής τους, που αποτέλεσαν και αποτελούν πρότυπα για τους νέους, ήταν οι Τρεις Ιεράρχες.
Ο Μέγας Βασίλειος, πρώτος αφιέρωσε στους νέους της εποχής του το αξεπέραστο συμβουλευτικό σύγγραμμα: «Προς τους νέους, όπως αν εξ΄ ελληνικών ωφελοίντο λόγων». Ακολούθησε ο Γρηγόριος, ο οποίος στον επιτάφιο του για τον φίλο του το Μ. Βασίλειο διδάσκει τους νέους «γιατί η παιδεία είναι το πρώτιστο αγαθό». Τέλος ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος διδάσκει τους γονείς και παιδαγωγούς της εποχής του για το «πώς δει ανατρέφειν τα τέκνα».
Η συμβουλευτική διάσταση, διακηρύσσουν οι Τρεις Άγιοι μας, συνιστά την «καρδιά» του παιδαγωγικού έργου, αφού με μετάδοση γνώσεων και βιωμάτων, ο παιδαγωγός συμβάλει στη δημιουργία των ψυχοσωματικών ικανοτήτων, που οδηγούν το νέο στην ολοκλήρωση του και στη δημιουργική ανάπτυξη του προσώπου του. Ειδικότερα θα πρέπει να επισημανθεί ότι η έννοια του «προσώπου» σήμερα αποτελεί το σκοπό, το κριτήριο και το περιεχόμενο της Παιδαγωγικής και της Συμβουλευτικής. Αυτή όμως η έννοια της παιδαγωγικής του προσώπου «ως έννοια και ως βίωμα είναι γέννημα και θρέμμα της διδασκαλίας των Τριών Ιεραρχών».
Η καθολική ανθρωπιστική αγωγή, μας υπενθυμίζουν οι Τρεις Ιεράρχες, που τιμάμε σήμερα ως προστάτες των Γραμμάτων, οφείλει να αντιμετωπίζει το μαθητή ως πρόσωπο και όχι ως ανώνυμη μονάδα που τον φορτώνει με δεξιότητες και γνώσεις για να είναι περισσότερο ανταγωνιστικός στο επάγγελμα του. Η νοηματοδότηση της ζωής των νέων για να αποφύγουν τόσο το μηδενισμό όσο και φαινόμενα παθογένειας (όπως ναρκωτικά, βία, αυτοκτονία κ.α.) δεν μπορεί να γίνει από έναν εκπαιδευτικό που είναι αποκλειστικά προσκολλημένος στις γνώσεις και στο βαθμό. Οι μαθητές έχουν ανάγκη από τους προσανατολισμούς και τις αξίες, που θα τους μεταδώσουν οι δάσκαλοί τους προκειμένου να διαμορφώσουν την προσωπική τους ταυτότητα.
Για να γίνει όμως αυτό, δηλαδή να αποτελέσει ο δάσκαλος και ο καθηγητής σύμβουλο για το παιδί και τον έφηβο θα πρέπει πρώτα να φροντίσει να δημιουργήσει μια θετική ατμόσφαιρα σύμπνοιας και συμπάθειας μέσα στην ομάδα της τάξης. Το θετικό κλίμα θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μια γνήσια σχέση με όλους τους μαθητές. Η σύμπνοια, η συμπάθεια και η γνησιότητα, βασικές αρχές για τη συμβουλευτική σχέση, υπογραμμίζονται σε επιστολή του Αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, ενώ στο ίδιο μήκος κύματος ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος διακηρύσσει: «Τίποτα δεν βοηθάει περισσότερο τη διδασκαλία όσο η αμοιβαία αγάπη μεταξύ του εκπαιδευτικού και του μαθητή». («Ουδέν γαρ ούτω προς διδασκαλίαν επάγωγον, ως το φιλείν και φιλείσθαι»). Χρειάζεται όπως μας λένε οι Τρεις Ιεράρχες να αναπτύσσουμε προσωπική σχέση με τους μαθητές μας για να μπορούμε να αγγίξουμε την καρδιά και το μυαλό τους.
Η πρόταση Ζωής που εκπροσωπεί ένας εκπαιδευτικός στην παιδαγωγική-συμβουλευτική σχέση είναι μια πρόκληση και πρόσκληση μαζί. Ένα κάλεσμα που σέβεται πάνω από όλα την ελευθερία του μαθητή. Η πρόταση αυτή οφείλει να αντιμετωπίζει αρνητικά την απόλυτα κατευθυντική και χωρίς τη συναίνεση του μαθητή επιβαλλόμενη καθοδήγηση, που αρνείται το δικαίωμα του μαθητή για αυτονομία και αυτοπροσδιορισμό. Η τακτική αυτή είναι μια ορθόδοξη στάση ζωής που τη συναντούμε συχνά στην Παράδοση μας.
Το απαραβίαστο της αυτονομίας και ελευθερίας του συμβουλευόμενου το διακηρύσσουν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας με πρώτο τον Μ. Βασίλειο ο οποίος γράφει: «Στο Θεό δεν είναι αρεστό εκείνο που γίνεται αναγκαστικά, αλλά εκείνο που κατορθώνεται με την αρετή. Η δε αρετή κατορθώνεται με την ελεύθερη εκλογή και όχι με τον καταναγκασμό». Στο ίδιο θέμα και σε σχέση με τη στάση του συμβούλου διαφωτιστικά είναι τα λόγια του Αγ. Ιωάννη του Χρυσόστομου: «Αυτός που συμβουλεύει αφήνει τον συμβολευόμενο να έχει την ελευθερία της επιλογής και την ευθύνη των πράξεών του».
Ο ρόλος του παιδαγωγού συμβούλου δεν είναι μόνο να βεβαιώσει για την αυτονομία τους συμβουλευoμένους, παράλληλα οφείλει να τους καταστήσει υπεύθυνους απέναντι στον εαυτό τους, απέναντι στο έργο τους, απέναντι στην οικογένεια και την κοινότητα τους. Είναι αναγκαίο οι εκπαιδευτικοί να διδάσκουν στους μαθητές τους μία Αγωγή υπευθυνότητας. Η συναίσθηση της ελευθερίας, δηλαδή του αυτεξουσίου του ανθρώπου και η συναίσθηση της ευθύνης σύμφωνα με τον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο είναι χαρακτηριστικά των αληθινών χριστιανών και των ολοκληρωμένων ανθρώπων.
Ο μακαριστός γέροντας Παΐσιος, πού έδρασε συμβουλευτικά τα τελευταία χρόνια, δηλαδή στην εποχή μας, γνήσιος συνεχιστής της Παράδοσης των Τριών Ιεραρχών έλεγε: «Οι γονείς, οι πνευματικοί και οι εκπαιδευτικοί» δεν πρέπει να επεμβαίνουν στις επιλογές και τις αποφάσεις των νέων. Η απόφαση για την ζωή που θα ακολουθήσουν (οι νέοι) πρέπει να είναι δική τους. Όλοι οι άλλοι απλές γνώμες μόνον μπορούμε να εκφράσουμε και το μόνο δικαίωμα που έχουμε είναι να βοηθούμε τις ψυχές να βρουν το δρόμο τους. Μερικές φορές όταν συζητάω με νέους που προβληματίζονται πάνω στο θέμα (να διαλέξουν ποια ζωή είναι στα μέτρα τους), ενώ βλέπω την ζυγαριά προς τα πού γέρνει δεν τους το λέω, για να μην τους επηρεάσω».
Επιπλέον δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι κάποιοι σύμβουλοι προσπαθούν να απαλλάξουν τους συμβουλευόμενους από όλες τις ευθύνες τους και να φορτώσουν τις ενοχές τους στα παιδικά τους χρόνια, στο περιβάλλον που μεγάλωσαν, στους γονείς τους κ.α. Ο σύμβουλος, γράφουν οι Τρεις Πατέρες, οφείλει να έχει υπόψη του ότι η καλύτερη «αγωγή» σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι να πεισθούν οι συμβουλευόμενοι να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Χρυσοστόμου:
«Κανείς να μην κατηγορεί κάποιον άλλον και να μεταφέρει σε άλλους την αιτία αλλά να αποδίδει τα πάντα στη δική του αδιαφορία. Και γιατί λέγω σε άλλους; Ούτε αυτόν τον διάβολο να θεωρεί ότι είναι ικανός να εμποδίσει το δρόμο τον οποίο οδηγεί στην αρετή… Κανείς δεν πρόκειται να βλάψει εκείνον ο οποίος δεν αδικεί και δεν προδίδει τον εαυτό του».
Σήμερα αρκετοί είναι οι ψυχοπαιδαγωγοί που (ακολουθώντας το παράδειγμα των Τριών Ιεραρχών, εφαρμόζουν μια συμβουλευτική που εστιάζει το ενδιαφέρον στο παρόν και στο μέλλον του βοηθούμενου προσώπου, δίνει λιγότερη σημασία στο παρελθόν και καθιστά υπεύθυνο το ίδιο το άτομο για τις συνέπειες της συμπεριφοράς και των επιλογών του. Οι αρχές της συμβουλευτικής αυτής, που από τους σύγχρονους ψυχολόγους ονομάζεται ευθυνοκεντρική συμβουλευτική ή θεραπεία της πραγματικότητας, έχουν δοκιμασθεί με πολύ θετικά αποτελέσματα σε σχολεία προκειμένου να μειωθεί η σχολική αποτυχία και έτσι είχαμε στην Αμερική, όπου εφαρμόστηκε για πρώτη φορά πριν πενήντα χρόνια «σχολεία χωρίς
αποτυχία».
Στη συμβουλευτική έχουν θέση τόσο η ευρηματικότητα στην καθοδήγηση όσο και το παιδαγωγικό χιούμορ. Άλλωστε η συμβουλευτική είναι η τέχνη της κατανόησης και της καθοδήγησης με φαντασία. Όταν ο παιδαγωγός-σύμβουλος έχει αίσθηση του χιούμορ προστατεύει την πνευματική ευεξία τόσο τη δική του όσο και των μαθητών του, δημιουργεί ένα κλίμα ελευθερίας, ξεπερνάει τις εντάσεις και κάνει πιο ανθρώπινη τη σχολική πειθαρχία. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος καλεί τους παιδαγωγούς να επινοούν τρόπους πολύ χαριτωμένους ειδικά όταν πρόκειται να συμβουλεύσουν νέους ανθρώπους.
Επιπλέον η στάση του εκπαιδευτικού συμβούλου οφείλει να είναι στάση υποδοχής για όλους τους μαθητές ζωηρούς και ήσυχους, άριστους και μέτριους. Η σπλαχνική ματιά του δασκάλου πρέπει να αγκαλιάζει όλη την τάξη και όλους τους μαθητές το ίδιο.
Ιδιαίτερο ρόλο παίζει και η ενθάρρυνση του μαθητή που σε ατμόσφαιρα ελευθερίας καλείται να δοκιμάσει τις αξίες της παιδείας. Ο Άγιος Βασίλειος πολύ εύστοχα σημειώνει για τους πνευματικούς οδηγούς ότι δεν είναι εξουσιαστές αλλά σύμβουλοι. Ο εκπαιδευτικός ιδίως σήμερα δεν πρέπει να νοιώθει ως «η αυθεντία» που απευθύνεται προς τους «κατώτερους» του, τους μαθητές. Οφείλει να προσαρμοστεί στα καινούρια συμβουλευτικά και παιδαγωγικά δεδομένα. Σήμερα έχουμε περάσει από τη δασκαλοκεντρική στάση αυθεντίας στη μαθητοκεντρική (ή παιδοκεντρική) αντίληψη. Σχολιάζοντας ο ιερός Χρυσόστομος τις συστάσεις του Αποστόλου Παύλου (που είναι αξεπέραστο πρότυπο συμβούλου) προς τον Τιμόθεο γράφει: «Αυτά να συμβουλεύεις. Βλέπεις, ότι δεν προβάλλει εδώ πουθενά τη δύναμη που του έδινε η εξουσία, αλλά τη συγκατάβαση; Συμβουλεύοντας λέγει. Δεν είπε διατάσσοντας, δεν είπε δίνοντας εντολή αλλά συμβουλεύοντας».
Ο πνευματικός σύμβουλος, κατά το Μ. Βασίλειο, πρέπει να συμβουλεύει και να παιδαγωγεί με πραότητα. Η τραχύτητα και ο απότομος τρόπος, το έντονο και επιτακτικό ύφος πρέπει να αποφεύγονται, γιατί εξοργίζουν και εξαγριώνουν το συμβουλευόμενο φέρνοντας το αντίθετο αποτέλεσμα.
Ο δάσκαλος κατά τους Τρεις Ιεράρχες πρέπει κυρίως θα βοηθήσει το νέο, αν θέλει, να ανακαλύψει πώς να ζει «κατά Θεόν», δηλαδή αληθινά. Ο αληθινός τρόπος ζωής αγκαλιάζει όλες τις πτυχές της ζωής του σημερινού νέου, τις αγωνίες, τις αναζητήσεις, τους στόχους του. Γι’ αυτό ο παιδαγωγός δεν προτείνει κάποιο συγκεκριμένο μοντέλο ζωής. Το «σχέδιο ζωής» το διαμορφώνει ο κάθε νέος ξεχωριστά σύμφωνα με τις αξίες ζωής της πίστεως μας και τις προσωπικές του αναζητήσεις. Το προσωπικό σχέδιο ζωής του κάθε νέου υποστηρίζει και ο Αγ. Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός συμβουλεύοντας τους παιδαγωγούς το σεβασμό στην προσωπική πνευματική πορεία του καθενός, υποδεικνύοντας ταυτόχρονα τους πολλούς εναλλακτικούς δρόμους της σωτηρίας για τον καθένα, δηλαδή της προσωπικής ολοκλήρωσής του.
Όπως ο καλλιτέχνης αγιογράφος ο παιδαγωγός σύμβουλος πρέπει να ανακαλύψει την εσωτερική ομορφιά που κρύβει μέσα του ο κάθε μαθητής και να την προβάλλει. Η αρχή της «φιλοκαλίας», δηλαδή η αναζήτηση και αξιοποίηση της εσωτερικής ομορφιάς και των ξεχωριστών προσόντων του κάθε μαθητή είναι ο σταθερός άξονας του παιδαγωγού, που ακολουθεί την παράδοση της ελληνικής παιδείας και της ορθοδοξίας. Σύμφωνα με αυτή ως παιδαγωγός οφείλει να αποκαλύψει την ομορφιά, τα τελέντα, δηλαδή την εικόνα του Θεού που φέρει κάθε μαθητής του. Αυτή η εικόνα του Θεού του προσδιορίζει και τις δυνατότητες του να ξεπεράσει τις δυσκολίες και τα εμπόδια που ορθώνονται γύρω του.
Ταυτόχρονα ο παιδαγωγός ως σύμβουλος ζωής πρέπει να ασκεί κριτική και να μάχεται με τα κακώς κείμενα της εποχής του: Οι πνευματικοί άνθρωποι οφείλουν όχι να κοιμίζουν αλλά να διεγείρουν συνειδήσεις. Μια τέτοια στάση βλέπουμε και στους Τρεις Ιεράρχες που ασκούν έντονη κριτική κατά της οικονομικής εκμετάλευσης. Ιδιαίτερα η κριτική του Χρυσοστόμου κατά των άσπλαχνων πλουσίων δεν ήταν περιστασιακή, αλλά μόνιμη και συστηματική, γιατί τραγική ήταν η κατάσταση των φτωχών. Οι πλούσιοι όμως δυσανασχετούσαν. Ο Χρυσόστομος επιτίθεται εναντίον των πλουσίων εξηγώντας τις θέσεις του: «Μου λένε: Πάλι με τούς πλουσίους; Απαντώ: πάλι και σεις με τούς φτωχούς; Εσείς δεν χορταίνετε να κατατρώτε και να καταδαγκώνετε τούς φτωχούς. Έτσι κι εγώ δε χορταίνω στην προσπάθειά μου για να σας διορθώνω. Μου ξαναλένε• συνέχεια εσύ θα κολλάς στους πλουσίους; Μα κι εσύ συνέχεια κολλάς στο φτωχό». Και συνεχίζει: «Πάντοτε λέω, ότι δεν καταφέρομαι εναντίον του πλουσίου, αλλά κατά του άρπαγα. Άλλο πλούσιος και άλλο άρπαγας. Άλλο εύπορος κι άλλο πλεονέκτης.... Και οι πλούσιοι είναι παιδιά μου και οι φτωχοί είναι παιδιά μου».
Δυστυχώς σήμερα, κάποιες φορές, έχουμε συμβούλους ψευτομεσίες, «συμβούλους γκουρού» ή και δήθεν «γεροντάδες», οι οποίοι θέλγονται από το πλήθος των οπαδών που τους ακολουθούν τυφλά. Οι οπαδοί αυτοί, μάλιστα, είναι έτοιμοι ακόμη και να θυσιαστούν γι’ αυτούς τους ψευτοθεούς. Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από «καθοδηγητές», που έχουν ανάγκη και επιζητούν ανάπηρα πνευματικά και ηθικά άτομα για να τα «κατευθύνουν» ως ρομπότ. Οι παιδαγωγοί, ως σύμβουλοι που είναι, πρέπει να προειδοποιήσουν τους μαθητές τους ότι υπάρχουν σήμερα πολλοί ψευτοσύμβουλοι οι οποίοι βλάπτουν σοβαρά την αληθινή πίστη στο Θεό, την πνευματική και ψυχική υγεία. Οι ψευτοσύμβουλοι αυτοί είναι προϊόντα της δικής τους φαντασίωσης για επιβολή και έλεγχο των άλλων και όχι μιας υγιούς συμβουλευτικής σχέσης. Ευτυχώς υπάρχουν οι Τρεις Ιεράρχες, που είναι τα αυθεντικά πρότυπα συμβούλων, που με το παράδειγμά τους μας οδηγούν και μας στηρίζουν στη γνήσια παράδοση μας.
Για τους παραπάνω λόγους επιβάλλεται κι ο ίδιος ο σύμβουλος όσο σοφός και αποτελεσματικός και αν αισθάνεται να σχετικοποιήσει το ρόλο του. Η αλαζονεία του «αλάθητου» συμβούλου, που έχει μεγάλη ιδέα για τη συμβουλευτική του, είναι για την συμβουλευτική μας παράδοση παράδειγμα για αποφυγή. Αντίθετα όλοι οι αληθινοί σύμβουλοι στο χώρο της αρχαίας Ελλάδας και στη συνέχεια της Ορθοδοξίας χαρακτηρίζονταν από αυτογνωσία και κυρίως από ταπείνωση. Υπόδειγμα ταπεινού και συνετού συμβούλου μας υποδεικνύει ο Μ. Βασίλειος τον Απόστολο Παύλο, ο οποίος δίδει γνώμη ως «ηλεημένος υπό Κυρίου». Ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος ακολουθεί το ίδιο παράδειγμα συμβουλεύοντας τα πνευματικά του παιδιά με αυτογνωσία, αυτομεμψία και ταπείνωση.
Συχνά ο σύμβουλος οφείλει να σιωπά ή να αρνείται τη βοήθεια του, όπου βλέπει ότι δεν μπορεί ή δεν επαρκεί για να συμβουλεύσει κάποιον μαθητή. Ο παιδαγωγός ούτε μπορεί ούτε πρέπει να επιδιώκει να συμβουλεύει σε όλα τα θέματα. Όπου κρίνει πρέπει να παραπέμπει είτε σε συναδέλφους του παιδαγωγούς είτε και σε ειδικότερους από εκείνον. Στόχος του παιδαγωγού είναι σταδιακά να παραμερίζει, ώστε ο συμβουλευτικός του ρόλος να γίνεται περιττός, αφού ο ίδιος ο συμβουλευόμενος μαθητής θα αναλαμβάνει την ευθύνη της καθοδήγησης του. Γράφει σχετικά ο Χρυσόστομος: «Το μεγαλύτερο εγκώμιο ενός παιδαγωγού είναι το να μην χρειάζεται πλέον ο μαθητής του την καθοδήγησή του, επειδή μέσα από τη διαδικασία της εκπαίδευσής του έφτασε στην ωριμότητα και στην αυτοαγωγή».
Ας κρατήσουμε στο νου και την καρδιά μας τα φωτεινά παραδείγματα αλλά και λόγια των Τριών Ιεραρχών, ώστε δι ευχών τους να αναδειχθούμε σε πραγματικούς συμβούλους για τους μαθητές μας, δηλαδή σε αληθινούς δασκάλους.
.............................................
*Ο Στέφανος Χρ. Κουμαρόπουλος είναι Θεολόγος Καθηγητής, Διδάκτορας  Πανεπιστημίου Αθηνών με ειδίκευση σε θέματα ψυχοπαιδαγωγικής συμβουλευτικής και πρώην Υπεύθυνος Συμβουλευτικού Σταθμού Νέων  Δ΄Αθήνας.

Υπαπαντή

Υπαπαντή: Η γιορτή της Παναγίας και της Ελληνίδας μάνας

 Χρόνια Πολλά σε όλες τις μανούλες.
Έχουμε δική μας γιορτή για την μάνα, 
δεν μας χρειάζονται οι εμπορικές γιορτές.

Υπαπαντή θα πει «προϋπάντηση», από το ρήμα «απαντώ» και την πρόθεση «υπό», υπ[ό] + απαντώ 
Υπαπαντή: Είναι η μέρα που η Παναγία πήγε τον Χριστό στην εκκλησία, 40 μέρες μετά τη γέννησή Του. 
Και βγήκε ο Συμεών να προϋπαντήσει την Παναγία και το Βρέφος.  
Πηγή

Αυτή τη μέρα, τη 2α Φεβρουαρίου όρισαν οι Έλληνες το 1929 την γιορτή της Μητέρας.
Η σημερινή γιορτή της μητέρας που γιορτάζεται παγκοσμίως κάθε δεύτερη Κυριακή του Μαΐου, οφείλεται στον αγώνα που έκανε στις αρχές του 20ου αιώνα μία δασκάλα, από την Φιλαδέλφεια, ονόματι Άννα Τζάρβις η οποία ζούσε τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Ana Jarvis, αγωνίστρια από πολύ νεαρή ηλικία, ήθελε να τιμάται αυτή τη συγκεκριμένη μέρα η μητέρα η οποία βοήθησε στη συμφιλίωση των Νοτίων και Βορείων μετά τον τραγικό εμφύλιο πόλεμο. Το κογκρέσο, το 1914 όρισε τη συγκεκριμένη μέρα ως εθνική εορτή και οι αγώνες της Τζάρβις δικαιώθηκαν.  
Δεκαπέντε χρόνια αργότερα γιορτάστηκε για πρώτη φορά η γιορτή της Μητέρας στην Ελλάδα, όχι όμως τη δεύτερη Κυριακή του Μαΐου αλλά στις 2 Φεβρουαρίου ώστε να συνδυαστεί με τη χριστιανική γιορτή της Υπαπαντής
Μόλις τη δεκαετία του '60 η γιορτή της μητέρας στη χώρα μας ακολούθησε τα αμερικανικά πρότυπα και γιορτάζεται πλέον τη 2η Κυριακή του Μαΐου.  
Πηγή
Αν και πολλές χώρες έχουν δικές τους ημερομηνίες για τη γιορτή της μητέρας, όπως και δικούς τους λόγους για να γιορτάζουν μια τέτοια μέρα, η δεύτερη Κυριακή του Μάη έχει επικρατήσει διεθνώς. 
Έτσι πολλές ευρωπαϊκές χώρες, ανάμεσά τους και η Ελλάδα γιορτάζει την γιορτή της μητέρας την δεύτερη Κυριακή του Μάη. Η Γιορτή της μητέρας βέβαια έχει χάσει, όπως και όλες οι γιορτές, τον παραδοσιακό της χαρακτήρα.  
Γρήγορα το εμπόριο και διαφήμιση ανακάλυψαν μια νέα πηγή εσόδων και έτσι τα πρώτα συμβολικά λουλούδια της γιορτής έγιναν γρήγορα ανθοδέσμες και γλάστρες ώστε σήμερα η γιορτή της μητέρας να είναι η πιο εμπορική γιορτή για λουλούδια, γλάστρες και εποχιακά φυτά διεθνώς εκτός από τα Χριστούγεννα. Σύμφωνα με έρευνες η γιορτή της Μητέρας κατέχει τα τελευταία χρόνια μερίδιο 26% στο σύνολο των ετήσιων πωλήσεων λουλουδιών και φυτών που γίνονται κατά την διάρκεια των διάφορων γιορτών.  
Πηγή

40 ημέρες είναι το «όριο ασφαλείας» που χρειάζεται η μητέρα αλλά και το μωρό πριν από την πρώτη κοινή τους έξοδο στον κόσμο, υποστηρίζουν όλοι οι γιατροί.

40 μέρες μετά τη γέννα, κατά την Πίστη μας, η μάνα πηγαίνει το παιδί της στην Εκκλησία να πάρει την Ευχή.
40 μέρες είναι, από την 25η Δεκεμβρίου, η 2α Φεβρουαρίου, η γιορτή της Υπαπαντής.
Στις 2 Φεβρουαρίου κάθε χρόνο, όλοι οι Έλληνες τιμούν την Μάνα όλων, την Παναγία στην πρώτη της εμφάνιση σαν Μητέρα.
Ας δούμε λίγο και το σπίτι μας,  ας δούμε την παράδοσή μας, ας δούμε την Πίστη μας, ας τιμήσουμε την Παναγία και κοντά σ' Αυτήν όλες τις Ελληνίδες Μανάδες.

Έχουμε δική μας γιορτή για την μάνα, δεν μας χρειάζονται οι εμπορικές γιορτές.

Χρόνια Πολλά σε όλες τις μανούλες.
Παναγία μου,
«Θεοτόκε, η ελπίς πάντων των Χριστιανών, σκέπε, φρούρει, φύλαττε τούς ελπίζοντας εις Σέ». 
Ξανά, πάλι, σήμερα που τόσο ανάγκη Σε έχουμε.
Αμήν !
https://hamomilaki.blogspot.com/2013/02/hypapante-celebration-of-greek-mother.html?fbclid=IwAR2a9RGCY9JkoGYe5jQGJ4tNCxkW8LhBEgzmIHY9-c0d3lLNJ7PzFkgkOhI